τρανσμπορντάρω

τρανσμπορντάρω
Ν
(ιδιωμ.) μεταφορτώνω από ένα πλοίο ή τρένο στο άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. transborder «μεταφορτώνω, μεταφέρω από πλοίο σε πλοίο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”